διαλεκτικός — conversational masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικός — ή, ό (AM διαλεκτικός, ή, όν) [διάλεκτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαλεκτική 2. ο έμπειρος, ο ικανός στη διαλεκτική, ο επιδέξιος συνομιλητής 3. αυτός που ακολουθεί στη φιλοσοφία τη διαλεκτική μέθοδο, ο οπαδός τής διαλεκτικής 4. αυτός… … Dictionary of Greek
διαλεκτικά — διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc pl διαλεκτικά̱ , διαλεκτικός conversational fem nom/voc/acc dual διαλεκτικά̱ , διαλεκτικός conversational fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικώτερον — διαλεκτικός conversational adverbial comp διαλεκτικός conversational masc acc comp sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικῶν — διαλεκτικός conversational fem gen pl διαλεκτικός conversational masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικόν — διαλεκτικός conversational masc acc sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικώτατα — διαλεκτικός conversational adverbial superl διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικώτατον — διαλεκτικός conversational masc acc superl sg διαλεκτικός conversational neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικαῖς — διαλεκτικός conversational fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλεκτικαί — διαλεκτικός conversational fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)